Ἀθηνοκλέα

Ἀθηνοκλέα
Ἀθηνοκλῆς
masc acc sg (epic ionic)
Ἀθηνοκλέᾱ , Ἀθηνοκλῆς
masc acc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αθηνοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γραμματικός από την Κύζικο, που έγραψε για τον Όμηρο. Εναντίον του έγραψε ο Αμμώνιος το Σύγγραμμα προς Αθηνοκλέα. 2. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Κυρίευσε την Αμισό και την έκανε αποικία των Αθηναίων. 3. Γλύπτης …   Dictionary of Greek

  • Αμισός — Αρχαία πόλη στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου, που γνώρισε μεγάλη ακμή (σήμερα Σαμψούντα). Κατά τον Στράβωνα, την έχτισαν οι Μιλήσιοι, πιθανότατα στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Στα χρόνια του Περικλή, η Αθήνα έστειλε εκεί πολυάριθμους αποίκους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”